PaxGreek











This is an example of a WordPress page, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. You can create as many pages like this one or sub-pages as you like and manage all of your content inside of WordPress.



Marketing orientated, screen writer from Greece, who is also a computer and especially blog-maniac



Δείτε Οπωσδήποτε την «Ζωή των άλλων». Εϊναι ταινία τρομερά ενδιαφέρουσα και αξίζει τον κόπο.



«ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ»

«ΜΕΤΑΞΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ»

Η Zoë Heller απεικονίζει με τον ρεαλισμό του ντοκιμαντέρ την (άλλοτε Μεγάλη) Βρετανία. Εκεί πού γεννήθηκε, το 1948, το Κράτος Προνοίας, με σλόγκαν « Ασφάλεια Για Κάθε Πολίτη Από την Κούνια ως τον Τάφο» πλανάται τώρα η ανασφάλεια. Θεσμοί καταρρέουν : Το Εθνικό Σύστημα Υγείας , πού άλλοτε προσέλκυε τους ξένους, αναγκάζει τους Βρετανούς να καταφεύγουν στο Εξωτερικό για νοσηλεία. Τά , άλλοτε περίφημα για την ασφάλειά τους, αγγλικά τρένα συγκρούονται συνεχώς. Όσο για τά χάλια της Παιδείας, δεν έχετε παρά να διαβάσετε
Στοιχεία πού τά αναλύουν στις σελίδες του βιβλίου πού κρατάτε.
Η Heller δημιουργεί, με λογική και οργάνωση κινηματογραφιστή, το φόντο μέσα στο οποίο θα διαδραματισθεί η ιστορία της. Κι αυτό το φόντο είναι, σαικσπηρικά θα λέγαμε, τραγικό. Μοιάζει με ζούγκλα, σαν τον κήπο του Εντι, όπου διαδραματίζεται η τελευταία πράξη της Τραγωδίας, με την κατάρρευση και την απόλυτη υποταγή της Σϊμπα. Όπως στα σαικσπηρικά έργα, έτσι και δω, αυτή η ζούγκλα δεν αντικατο-πτρίζει, δεν συμβολίζει μόνο το κοινωνικό χάος, αλλά και το χάος των συναισθημάτων.
Αυτήν την ζούγκλα την κατοικούν τέρατα – Η Μπάρμπαρα είναι, απλώς, το «κερασάκι στην τούρτα». Τέρας είναι και ο Πάμπλεμ, και ο Κόνολι και οι μητέρες : Της Σϊμπα και του Κόνολι. «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος».
Η Heller πού οι δύσκολοι άγγλοι κριτικοί τοποθετούν, με το δεύτερο βιβλίο της, στην πρώτη γραμμή των Βρετανών μυθιστοριογράφων, ανάμεσα στον Εϊμις και τον
ΜάκΙουαν, έχει διπλές ρίζες στην αγγλική καλλιτεχνική παράδοση : Κατάγεται, λογοτεχνικά από τον Σαίξπηρ και, κινηματογραφικά, από το δίδυμο Χάρολντ Πίντερ (σεναριογράφου) και Τζόζεφ Λόουζι (σκηνοθέτη) του «ΥΠΗΡΕΤΗ».
Από τον Σαίξπηρ έχει πάρει στοιχεία του ΙΑΓΟΥ και από τον «ΥΠΗΡΕΤΗ» τον χαρακτήρα πού ερμήνευσε ο Ντέρκ Μπόγκαρτ για να συνθέσει το τέρας πού λέγεται Μπάρμπαρα.
Στις «Σημειώσεις για ένα σκάνδαλο», η Heller λειτουργεί σαν ανατόμος, ψυχαναλύτρια και κινηματογραφίστρια πού χειρίζεται με τρομερή άνεση τους φακούς, πότε για να καταγράψει ένα βλέμμα, μια χειρονομία, μια στάση του σώματος – την γλώσσα του σώματος με δυό λόγια- πού αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από τον Λόγο.
Η τρίτη – πέραν του Σαίξπηρ και των Πίντερ-Λόουζι- επιρροή της είναι καθαρά ψυχολογικής, ή μάλλον ψυχαναλυτικής υφής. Πάνω από το πυκνό, τραγικό, αλλά και γεμάτο μακάβριο, δηλητηριώδες βρετανικό χιούμορ μυθιστόρημά της, πλανάται το φάντασμα του Φρόιντ.
Καλοί και κακοί, στην ουσία, δεν υπάρχουν στις «Σημειώσεις για ένα σκάνδαλο».
Το μυθιστόρημα λειτουργεί σαν πολύτιμος λίθος με πολλές έδρες. Μια ανεπαίσθητη μετακίνηση του φακού, μια αλλαγή στον φωτισμό καταργεί τις ταμπέλες.. Και οι «κακοί» έχουν τα δικαιολογητικά τους. Αν όλοι «καταγόμαστε από τά παιδικά μας χρόνια», όπως έλεγε ο Σαιν Εξυπερύ, η απεχθής Μπάρμπαρα έρχεται από ένα σκοτεινό παρελθόν. Από μια τυραννική, μητρική φιγούρα, «επίτευγμα» της οποίας
είναι τόσο η ίδια, όσο και μια νευρωτική, θρησκόληπτη αδερφή.
Στον ίδιο- Φροϋδικό, ψυχαναλυτικό χώρο- θα μπορούσε να ενταχθεί, εκ πρώτης όψεως, και το θέμα του βιβλίου : Ένα (ακόμα;) ερωτικό τρίγωνο. Μια ακόμα συζυγική απιστία. Στο ουσιαστικό τρίγωνο προστίθεται συνήθως, αναπόφευκτα, ο επιθετικός προσδιορισμός «Ιψενικό». Η προσθήκη αυτή είναι αναπόφευκτη διότι μια συστηματική μελέτη της παγκόσμιας Λογοτεχνίας αποδεικνύει ότι το θέμα του ερωτικού τριγώνου «εισέρχεται» στην θεματογραφία της Λογοτεχνίας μαζί με την εμφάνιση του ατόμου στο προσκήνιο της Ιστορίας. Ο Χένρικ Ίψεν (1829-1906) θέτει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό της γραφής του το άτομο, πού εισέρχεται στην Ιστορία με όχημα τις δυό μεγάλες επαναστάσεις του τέλους του 18ου αιώνα : Την Γαλλική (αρχίζει τι 1789 και ολοκληρώνεται το 1799) και την Αμερικανική,
(«αμερικανικός πόλεμος της ανεξαρτησίας». Αρχίζει το 1775 και ολοκληρώνεται το 1783) πού η δεύτερη αποτελεί συνέχεια και συνέπεια της πρώτης. Στο Σύνταγμα πού προέκυψε από την Αμερικανική επανάσταση τίθεται, για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας, σαν φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου το δικαίωμα στην ευτυχία.
Το άτομο και τα προβλήματα πού απορρέουν από τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τοποθετούνται στο κέντρο της σύγχρονης Λογοτεχνίας, αυτής πού ο Αλμπέρ Καμύ χαρακτηρίζει «Λογοτεχνία της Αμφισβήτησης». Η πρώτη περίοδος πού ο Καμύ χαρακτηρίζει Λογοτεχνία της Συναίνεσης και η οποία συμπίπτει χρονικά με την Κλασική Εποχή δεν εστιάζει στα προβλήματα του ατόμου, αλλά στην σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία και το σύμπαν.
Γι’ αυτό τον λόγο το ερωτικό τρίγωνο δεν θα μπορούσε να απασχολήσει τους κλασικούς συγγραφείς. Η ερωτική τραγωδία πού καταγράφει ο Ευριπίδης στον Ιππόλυτο δεν θα μπορούσε ποτέ να διερευνηθεί με εργαλείο τον μεγεθυντικό φακό του ερωτικού τριγώνου. Η Ύβρις, πού διαπράττεται στον Ιππόλυτο, όπως και στην κατ’ εξοχήν ερωτική τραγωδία του Σαίξπηρ, τον «Αντώνιο και την Κλεοπάτρα» δεν οφείλεται σε συμπεριφορές ατόμων, αλλά στην σύγκρουση των ατόμων αυτών με δυνάμεις του σύμπαντος. Το πάθος πού αισθάνεται η Φαίδρα για τον προγονό της δεν προσβάλλει τον πατέρα-σύζυγο, όπως η αδιαφορία του Ιππόλυτου δεν προσβάλλει την Φαίδρα, αγνοεί μια Θηλυκή Αρχή του Σύμπαντος ανώτερη και διαχρονικότερη από κάθε θνητή, γυναικεία ύπαρξη: Την Αφροδίτη, Θεά του Έρωτος.
Στο σαιξπηρικό έργο, ο έρωτας του Αντωνίου για την Κλεοπάτρα δεν προσβάλλει μόνο την σύζυγό του, αδελφή του συγκυβερνήτη του Ιουλίου Καίσαρος. Αποτελεί Ύβρη προς την Ιστορία, την Ιστορική Αποστολή του Αντωνίου ως συγκυβερνήτη της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.
Όταν τα κοιτάξει κανείς από αυτήν την οπτική γωνία, όλα τα ερωτικά τρίγωνα της Λογοτεχνίας των δύο τελευταίων αιώνων,μοιάζουν μ’ αυτό πού ο Μπέρτολτ Μπρεχτ
χαρακτήρισε εύστοχα «τραγωδίες-τρικυμίες μέσα σε ένα φλυτζάνι του τσαγιού».
Τα παραπάνω καθιστούν σαφές το γεγονός ότι οι «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» κινούνται σε ένα λογοτεχνικό ναρκοπέδιο : Σε ένα θέμα πού είναι, από ουσιαστική άποψη, κεκορεσμένο. Η επιτυχία του μυθιστορήματος κρίνεται, συνεπώς, από το κατά πόσον πέτυχε η συγγραφέας να επιβάλλει μια νέα οπτική,μια καινούργια προσέγγιση σ’ αυτό το κεκορεσμένο θέμα. Να το εξετάσει μακριά και έξω από τις συμβάσεις των εμπορικών γυναικείων μυθιστορημάτων καθώς και των αντίστοιχων δημοφιλών τηλεοπτικών σειρών.
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος σκόπελος τον οποίο έπρεπε να παρακάμψει η Χέλλερ για να μην θεωρηθεί το βιβλίο της μια ακόμα επανάληψη συμπαντικών αντιλήψεων και ιδεών πάνω στις σχέσεις των δύο φύλων. Αναφερθήκαμε παραπάνω στον κίνδυνο αυτό, γράφοντας ότι οι «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» μόνο εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εντάσσονται σε μια, φροϋδικά, ψυχαναλυτική θεώρηση του θέματος του ερωτικού τριγώνου.
Πιστεύουμε ότι η Χέλλερ οδήγησε με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία το συγγραφικό της σκάφος μακράν των δύο αυτών σκοπέλων και θα προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε.
Μια ακόμα κοινοτοπία πού απέφυγε αριστοτεχνικά η Χέλλερ είναι η αποφυγή της σύνδεσης του ουσιαστικού τριγώνου με τον επιθετικό προσδιορισμό «ερωτικός».
Η μοιραία, θα μπορούσε να πει κανείς ,νομοτέλεια με την οποία παραδίδεται η Σίμπα σε μια εξωσυζυγική περιπέτεια πού ξέρει ότι δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφική,
έχει τις ρίζες της σε ένα τρίγωνο, πού σχηματίστηκε στα παιδικά της χρόνια και ήταν κάθε άλλο παρά ερωτικό. Στο κέντρο του – διόλου ισοσκελούς – τριγώνου, βρισκόταν η μητέρα της. Τα άλλα δυό σκέλη του ήταν η ίδια η Σίμπα και ο αδερφός της.
Η, ανενδοίαστη και απροκάλυπτη, προτίμηση της μητέρας για τον αδερφό, δημιούργησε στην Σίμπα – παιδί – ένα σύμπλεγμα μειονεξίας από το οποίο δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί η ενήλικη Σίμπα. Την «θυματοποίησε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν ψυχολογικό όρο. Την κατέστησε εύκολη λεία για κάθε Κόνολι.
Το τραύμα της άνισης μεταχείρισης από την μητέρα «καθήλωσε» την Σίμπα στην ηλικία κατά την οποία βίωσε αυτήν την αδικία. Οι δείκτες του ρολογιού «κόλλησαν» στην συγκεκριμένη εποχή και τα συγκεκριμένα γεγονότα. Από όλο τον βίο και την πολιτεία της, πού καταγράφει στο μυθιστόρημα η Ζόε Χέλλερ είναι εμφανές ότι η ηρωίδα του βιβλίου δεν μπορεί να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί, αν – σύμφωνα με την Επιστήμη της Ψυχολογίας – ενήλικο είναι το άτομο πού έχει την ικανότητα να δημιουργήσει σχέσεις ισότητας με τους άλλους. Οι ψυχολόγοι ονομάζουν αυτήν την ανικανότητα του ατόμου να συνδυάσει την πραγματική με την ψυχολογική του ηλικία «Σύνδρομο του Πήτερ Παν», (έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας έχουν αναλύσει σε βάθος για ποιους λόγους η σεξουαλική και η εν γένει συμπεριφορά του Μάϊκλ Τζάκσον οφείλονται σε αυτό το σύνδρομο).
Ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του 20ου αιώνα, ο Άρθουρ Καίστλερ, αντιμετωπίζει
Από διαφορετική, αν και συμπληρωματική, σκοπιά το ίδιο θέμα : Γράφει πώς, στα φυσιολογικά άτομα, η εφηβεία είναι μια διαδικασία με συγκεκριμένα χρονικά όρια, σαν την οδοντοφυΐα. Σε ιδιαίτερες ομάδες, όπως οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι και οι επαναστάτες, η διαδικασία αυτή μετατρέπεται σε ισόβια.
Η Σίμπα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ανωριμότητας, αυτής της καθήλωσης. Κύριο γνώρισμά της είναι το γεγονός ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει ισότιμες σχέσεις. Αν και επαγγελματικά έχει επιλέξει την διδασκαλία, στην προσωπική της ζωή αναπαράγει και επαναλαμβάνει,σε άπειρες εκδοχές και με τα δύο φύλα, τον ρόλο της εξαρτώμενης εφήβου. Καμιά από τις δύο μείζονες ερωτικές της σχέσεις δεν είναι σχέση ισότητας. Με τον άντρα της γνωρίστηκε όταν ήταν μαθήτριά του και αυτή η σχέση καθηγητή-φοιτήτριας, δασκάλου-μαθητή, αποτέλεσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε ο έγγαμος βίος της. Ένα παρόμοιο σενάριο διέπει την σχέση της και με τον νεαρό Κόνολι. Γνωρίζονται στο σχολείο πού διδάσκει, αλλά εδώ το σχήμα είναι ακόμα πιο περίπλοκο από το αντίστοιχο της συζυγικής ζωής της. Η Σίμπα είναι καθηγήτρια και ο Κόνολι μαθητής της, αλλά η συμπεριφορά του παρουσιάζει περισσότερα δείγματα ενήλικης – αν και ανέντιμης, απρεπούς – αντιμετώπισης των καταστάσεων απ’ ότι της Σίμπα.
Εκεί όμως πού το τραύμα της παιδικής ηλικίας ενεργοποιείται σαν ηφαίστειο πού είχε μείνει ανενεργό για χρόνια είναι η φιλική της σχέση με την Μπάρμπαρα.
Η αδιάφορη, εμμέσως τυραννική, μητέρα παίρνει, κατά την διάρκεια της δράσης του μυθιστορήματος, τα απροκάλυπτα τυραννικά χαρακτηριστικά της προχωρημένης στα χρόνια και βαθμολογικά ανώτερης συναδέλφου.
Μια γυναίκα με την κοινωνική εμπειρία της Σίμπα, θα έπρεπε να αναγνωρίσει πολύ γρήγορα τόσο τα κίνητρα όσο και πλευρές της προσωπικότητας της Μπάρμπαρα, όπως το σύμπλεγμα κοινωνικής κατωτερότητας και υπολανθάνουσες ομοφυλοφιλικές τάσεις. (Υπολανθάνουσες με την έννοια ότι δεν πέρασαν ποτέ από το φαντασιακό στάδιο στο στάδιο μιας, σωματικά και ψυχικά, βιωμένης ερωτικής σχέσης.)
Η κοινωνικά έμπειρη, καλλιεργημένη Σίμπα κάνει πώς δεν καταλαβαίνει η δεν καταλαβαίνει πράγματι – γιατί δεν θέλει να καταλάβει. Το παιδί πού είναι χάνεται μέσα στον λαβύρινθο του κόσμου, αν δεν το κρατάει, δεν το καθοδηγεί ένα γερό μητρικό χέρι. Όπως πάρα πολλοί συνάδελφοί της και των δύο φύλων, η Σίμπα ανταλλάσσει την χειροπιαστή ελευθερία πού θα μπορούσε να έχει για να εξασφαλίσει μια «ασφάλεια», πού τελικά, την οδηγεί στην πλήρη εξάρθρωση και από κει στην κατάρρευση.
Αλλά η πιο άμεσα αναγνωρίσιμη και πιο τραγική «αναπαραγωγή» των σχέσεων της Σίμπα με την μητέρα της είναι η σχέση με την κόρη της. Η ίδια η Σίμπα πιστεύει πώς είναι καλή μητέρα – και είναι επιφανειακά. Εν τούτοις, η εξέγερση του παιδιού, η απροκάλυπτη προσπάθεια να προκαλέσει με κάθε τρόπο την μητέρα, αποκαλύπτουν μια σχέση πού κακοφόρμισε , μεταβλήθηκε σε παθογόνο. Μια σχέση αυθόρμητης, φυσικής αγάπης, πού μεταβλήθηκε σε συνειδητό, προγραμματισμένο μίσος.
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να παραλείψουμε την αναφορά στον τρόπο πού χειρίζεται το θέμα ένας από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές του 20ου αιώνα, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Στην «Φθινοπωρινή Σονάτα» (1978), πού χαρακτηρίσθηκε «μια από τις σημαντικότερες δραματικές ταινίες στην Ιστορία του κινηματογράφου», δυό μεγάλες ηθοποιοί η Ινγκριντ Μπέργμαν και η Λίβ Ούλμαν,
Αναπαράγουν με χειρουργική ακρίβεια και συναισθηματική ωμότητα μπρος στην κάμερα την σχέση και την σύγκρουση μάνας-κόρης.
Στην ταινία του Μπέργμαν, όπως και στο βιβλίο της Χέλλερ μητέρα και κόρη έχουν καιρό να συναντηθούν. Στις «Σημειώσεις για ένα σκάνδαλο» η κόρη πηγαίνει στο σπίτι της μητέρας. Στην «Φθινοπωρινή Σονάτα» η μητέρα πηγαίνει στο σπίτι της κόρης. Και στις δυό περιπτώσεις, η επίσκεψη αυτή είναι το φτίλι πού πυροδοτεί την έκρηξη.
Η Σίμπα δεν μπορεί να είναι μητέρα της κόρης της όπως δεν μπορεί να είναι σύζυγος του άντρα της, ερωμένη του Κόνολι, φίλη της Μπάρμπαρα, συνάδελφος των άλλων καθηγητών. Η Σίμπα είναι ένα θύμα σε αναζήτηση θήτη, πού, τελικά, παίρνει τα χαρακτηριστικά της Μπάρμπαρα και μεταβάλλεται σε δήμιο.
Όλα αυτά πού αφορούν σχεδόν όλους τους αναγνώστες – όποιος ή όποια δεν τα έχει βιώσει προσωπικά, θα τα έχει παρατηρήσει σίγουρα δίπλα και γύρω του – η Χέλλερ δεν τα δίνει χρησιμοποιώντας εργαλεία ψυχολογικά, επιστημονικά, οικονομικά, πολιτικά. Χρησιμοποιεί μέσα καθαρά συγγραφικά. Το μυθιστόρημα, γράφει ο Καίστλερ στον «Κομισάριο και τον Γιόγκι» αποτελεί ένα από τα ύψιστα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού, γιατί έχει την δυνατότητα να λειτουργεί σαν βυθοσκόπιο.
Είναι ένας «Προσομοιωτής Πραγματικότητας»,ένα πνευματικό αντίστοιχο ενός εργαλείου τεχνικού σαν τον προσομοιωτή πτήσης. Για τους μη εξοικειωμένους με την πληροφορική,σπεύδουμε να εξηγήσουμε ότι ένας προσομοιωτής πτήσεως, π.χ., είναι ένα ηλεκτρονικό πρόγραμμα, πού συμβάλει στην εκπαίδευση των πιλότων, παρέχοντάς τους ένα εικονικό περιβάλλον με συνθήκες ανάλογες εκείνων,πού θα κληθούν να αντιμετωπίσουν σε μία κανονική πτήση.
Όπως ο πιλότος καλείται να αντιμετωπίσει μία βλάβη,χωρίς να απειλείται με
πτώση τού αεροσκάφους και, συνεπώς, χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του,έτσι κι ο
αναγνώστης ενός μυθιστορήματος σαν τις «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» ασκείται στην αντιμετώπιση σχέσεων πού επηρεάζουν κάθε ζωή – στην συγκεκριμένη περίπτωση τις σχέσεις γονέων – παιδιών και, πιο συγκεκριμένα, μητέρας – κόρης,χωρίς να είναι αναγκασμένος να καταβάλει το,αναγκαίο, συναισθηματικό τίμημα. Η Σχέση και η σύγκρουση μητέρας – κόρης έχουν απασχολήσει όλες τις μορφές τεχνών : Μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικά έργα, τηλεοπτικές σειρές, ακόμη και τραγούδια βυθίζουν ένα αιχμηρό νυστέρι στο «σώμα της ανελέητης σύγκρουσης» του παιδιού με τον γονιό του ίδιου φύλου.
Μια ακόμα, ιδιαίτερα σημαντική, λογοτεχνική αρετή των «Σημειώσεων για ένα σκάνδαλο» είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί το πολιτικό στοιχείο. Είναι ένα βιβλίο βαθύτατα πολιτικό, χωρίς να είναι στρατευμένο. Στο ψυχολογικό νυστέρι, πού χώνεται στον εγκέφαλο και τις σάρκες των ηρώων, προστίθεται η κινηματογραφική μηχανή, πού καταγράφει τον κοινωνικό περίγυρο.
Το μυθιστόρημα της Χέλλερ δεν θα μπορούσε να διαδραματίζεται παντού – όπως δεν μπορεί, άλλωστε, κανένα σημαντικό έργο τέχνης. Τα έργα πού έχουν αλήθεια και δύναμη δεν θα μπορούσαν να διαδραματίζονται σε μια nowhere land, όπως θα έλεγαν οι Μπήτλς. Η επίδραση και η μακροβιότητά τους οφείλεται στην εντοπιότητα. Ο Τζόϊς είναι Ιρλανδός, ο Τσέχωφ Ρώσος, ο Λόρκα Ισπανός, ο Μάρκ Τουαίν Αμερικανός, η Βιρτζίνια Γούλφ Βρετανό, ο Καζαντζάκης Έλληνας. Η παγκοσμιότητά τους οφείλεται στις βαθιές, εθνικές τους ρίζες. Οι μεγάλοι συγγραφείς υπακούουν στον νόμο Think Globally, Act Locally,( Να σκέφτεσαι πλανητικά, να λειτουργείς τοπικά) πολύ πριν τον ανακαλύψει το marketing.
Η Χέλλερ κινεί τους ήρωές της με φόντο την σύγχρονη αγγλική κοινωνία, αλλά ο Ευρωπαίος, ο Αμερικανός αναγνώστης ανακαλύπτει στην διάλυση του Κράτους Προνοίας την ηθική της Παγκοσμιοποίησης, πού θέτει τις ανθρώπινες σχέσεις στην Προκρούστειο κλίνη των απάνθρωπων νόμων της Οικονομίας, χαρακτηριστικά της δικής του κοινωνίας.
Ο πατέρας της Σίμπα, διακεκριμένος Οικονομολόγος και ο άντρας της, φιλελεύθερος διανοούμενος, δεν μπορεί παρά να είχαν ζήσει λόγω ηλικίας την γένεση του Κράτους Προνοίας, πού πραγματοποιήθηκε στην Μεγάλη Βρετανία το 1942 με την έκθεση Μπέβεριτζ του 1942 και την νομοθετική κατοχύρωση της το 1946. Ο Γουίλιαμ Μπέβεριτζ διατύπωσε στην έκθεση του το περιεχόμενο και τους στόχους του Κράτους Προνοίας :«Ασφάλεια για όλους τους πολίτες από την κούνια ως τον τάφο.»
Η γενιά της Σίμπα, και ιδίως του Κόνολι, όπως οι συνομήλικοί τους σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, ζει την αποσύνθεση αυτού του Κράτους Προνοίας. Βιώνει την «Ανασφάλεια από την κούνια ως τον τάφο».
Η Σίμπα και ο Κόνολι βιώνουν, από την πλευρά της δασκάλας και του μαθητή αντίστοιχα, την αποσύνθεση του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος, πού συμβαδίζει με την παρακμή, του άλλοτε περίφημου, Εθνικού Συστήματος Υγείας,

Των δημόσιων συγκοινωνιών, της ασφάλειας των πόλεων.
Αυτή η κοινωνική αποσύνθεση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα των ανθρώπινων σχέσεων. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όπως γράφουν οι δημιουργού του graffiti στους τοίχους της Αθήνας «Δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχισμένος έρωτας σε έναν διαλυμένο κόσμο.



Δείτε την ταινία «Σημειώσεις για ένα σκάνδαλο» και διαβάστε το βιβλίο της
Zoe Heller. (Εκδόσεις Μοδερν Τιμεσ).



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1 Μαρτίου, 1998.
Χτες το βράδυ στο δείπνο, η Σίμπα αποφάσισε να μιλήσει για το πρώτο της φιλί με τον νεαρό Κόνολι. Φυσικά, δεν ήταν η πρώτη φορά πού το άκουγα. Η Σίμπα μου είχε περιγράψει, λεπτομερώς και επανειλημμένως, σχεδόν όλες τις πτυχές της υπόθεσης Κόνολι. Αυτήν την φορά όμως προέκυψε ένα νέο στοιχείο. Την ρώτησα αν υπήρχε κάτι πού της έκανε εντύπωση σ’ αυτόν την πρώτη επαφή. Εκείνη γέλασε. Ναι, δεν περίμενα ότι από το σώμα του θα έβγαινε αυτή η μυρωδιά, μού είπε. Δεν μπορούσε να φανταστεί την ιδιαίτερη, προσωπική οσμή του, αλλά ακόμη και αν το κατόρθωνε ο νους της θα πήγαινε σε κάτι τυπικά εφηβικό : Τσίχλα, Κόκα-Κόλα, ποδαρίλα.
Όταν ήρθε η στιγμή, ανάσανα σαπούνι και φρεσκοπλυμένα ρούχα. Μύριζε φροντίδα και περιποίηση. Κάτι σαν τον ατμό πού βγαίνει από ηλεκτρικά πλυντήρια και σε τυλίγει, μερικές φορές, όταν περνάς μπρος από αεραγωγούς και φεγγίτες ισογείων. Κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Μια αίσθηση απόλυτης καθαριότητας, Μπάρμπαρα, όχι σαν την αναπνοή άλλων παιδιών, πού μυρίζει τυρί και κρεμυδίλα….
Από τότε πού ήρθαμε στο σπίτι του Εντυ, η Σίμπα μού μιλάει κάθε βράδυ για το ίδιο θέμα. Κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας και καρφώνει το βλέμμα στην πράσινη σκοτεινιά του κήπου του Εντυ. Εγώ κάθομαι απέναντί της και βλέπω τά δάχτυλα της
να κάνουν νευρικές κινήσεις, άλματα του σκι, πάνω στο πλαστικό τραπεζομάντιλο.
Οι ιστορίες πού μού αφηγείται με την ουδέτερη φωνή παρουσιαστή τηλεοπτικών ειδήσεων, δεν είναι απ’ αυτές πού μοιράζεσαι εύκολα με άλλους.
Αλλά ένα από τά ταλέντα, πού θαύμαζα πάντοτε στην Σίμπα, είναι η ικανότητα να μιλάει για ελαφρώς ακατάλληλα θέματα δίνοντάς τους μια επίφαση κοσμιότητας, αστικής ευπρέπειας.
Άλλωστε, η Σίμπα και γώ δεν έχουμε μυστικά.
Μπάρμπαρα, ξέρεις τι εικόνες μού ήρθαν στο νου την πρώτη φορά πού τον είδα να γδύνεται; Λαχανικά φρεσκοκομμένα από τον κήπο, τυλιγμένα σε καθαρό, λευκό μαντήλι. Μανιτάρια, πού μόλις βγήκαν από την γη. Αλλά όχι. Ηταν, πράγματι, μπουκιά και συχώριο. Το πιστεύεις, λουζόταν κάθε βράδυ! Είχε τρέλα με την καθαριότητα.
Ματαιοδοξία της εφηβείας, υποθέτω. Η μάλλον- το άγχος, το περιβόητο άγχος των εφήβων. Το σώμα του ήταν ένα καινούργιο παιχνίδι : Δεν είχε μάθει να το αντιμετωπίζει με την αδιαφορία, την αμέλεια των ενηλίκων.
Γύριζε και ξαναγύριζε στα ίδια και τά ίδια. Τους τελευταίους μήνες, πρέπει να είχα ακούσει κάπου δεκαπέντε φορές την ραψωδία των μαλλιών. (Τά μαλλιά του Κόνολι δεν τράβηξαν ποτέ την προσοχή μου. Αντίθετα, μού φαίνονται σχεδόν αποκρουστικά-
Μού θυμίζουν το ψεύτικο χιόνι πού βάζουμε στα χριστουγεννιάτικα δέντρα.)
Πάρ’ όλα αυτά δεν την έκοβα, συνέχιζα την κουβέντα.
«Ένοιωθες αμηχανία όταν τον φιλούσες, Σϊμπα;»
Όχι. Η μάλλον, ναι…. Όχι ακριβώς {Γέλιο}. Είναι δυνατόν να νοιώθεις ταυτόχρονα αμηχανία, αλλά και ηρεμία; Θυμάμαι πώς αισθάνθηκα ανακούφιση όταν διαπίστωσα πώς δεν χρησιμοποιούσε την γλώσσα του. Πρέπει να ξέρεις τον άλλο, έτσι δεν είναι;
Αλλιώς, του παραδίνεις θάρρος…Και τά σάλια, πού τά πάς; Άσε την ελαφρώς δυσάρεστη αίσθηση ότι ο άλλος προσπαθεί να πρωτοτυπήσει σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο….Για να μην στα πολυλογώ, ανάσανα με ανακούφιση όταν έπεσε το ποδήλατο-
Έκανε έναν θόρυβο, πού με ξεκούφανε- και, περιττόν να πώ, ότι τόβαλα στα πόδια….
Αποφεύγω να μιλάω αυτές τις στιγμές. Αυτό πού θέλω είναι να κάνω την Σίμπα να μιλήσει. Κι αυτό είναι ένα σταθερό σημείο, ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της σχέσης μας. Όποιο κι αν είναι το θέμα της συζήτησης, εκείνη μιλάει και γώ ακούω. Όχι γιατί η Σίμπα είναι πιο έξυπνη από μένα. Πιστεύω ότι κάθε αντικειμενικός παρατηρητής, θα με θεωρούσε πιο μορφωμένη (Η Σίμπα ξέρει κάτι λίγα γύρω από την Τέχνη – αυτό δεν μπορώ να μην της το αναγνωρίσω- αλλά έχει διαβάσει ελάχιστα, πάρ’ όλη την οικονομική άνεση πού της προσέφερε η ταξική καταγωγή της.) Όχι, η Σίμπα μιλάει γιατί είναι εκ φύσεως πιο φλύαρη και πιο ανοιχτή από μένα. Εγώ είμαι εκ γενετής επιφυλακτική, μετρημένη, ενώ εκείνη είναι, απλώς, το αντίθετο.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, η τιμιότητα είναι μια σπάνια παρέκκλιση από το συνηθισμένο modus operandi – μια εκτροπή από την διαρκή ψευδολογία της δουλειάς τους. Τόσο πού νοιώθουν την υποχρέωση να σε προειδοποιήσουν ότι πλησιάζει η στιγμή της ειλικρίνειας. « Για να είμαι ειλικρινής,» σού λένε, ή « Η αλήθεια είναι,» ή «Μπορώ να μιλήσω ανοιχτά;» Πολλές φορές σού ζητούν να ορκιστείς ότι δεν θα αποκαλύψεις σε άλλους όσα ακούσεις, πριν συνεχίσουν.«Αυτό θέλω να μείνει μεταξύ μας, εντάξει;…. Πρέπει να μού υποσχεθείς πώς δεν θα το πεις σε κανέναν….» Η Σίμπα δεν κάνει τίποτε απ’ αυτά. Ξεφουρνίζει διαρκώς, χωρίς να το πολυσκεφτεί, προσωπικά γεγονότα και στοιχεία, πού κάθε άλλο παρά την κολακεύουν.«Όταν ήμουνα μικρή, αυνανιζόμουνα μετά μανίας,» μού είπε όταν πρωτογνωριστήκαμε. «Η μητέρα μου αναγκάστηκε να κολλήσει με σελοτέϊπ την κυλόττα πάνω στο σώμα μου, για να σταματήσω να αυνανίζομαι σε δημόσιους χώρους.» Το μόνο πού μπόρεσα να ψελλίζω ήταν ένα «Ω;», λες και είχα συνηθίσει να συζητάω τέτοια θέματα μεταξύ τυρού και αχλαδίου.
Έχω την εντύπωση ότι αυτή η απερίσκεπτη ειλικρίνεια αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της κοινωνικής της τάξης. Εάν είχα έρθει σε επαφή με περισσότερους εκπροσώπους των ανωτέρων τάξεων, πιθανόν να είχα συνηθίσει αυτόν τον τρόπο έκφρασης και να μην μού έκανε εντύπωση. Αλλά η Σίμπα ήταν η μόνη γνήσια μεγαλοαστή, πού είχα συναντήσει στην ζωή μου. Η άνεση με την οποία αποκαλύπτει τά σώψυχά της μού φαίνεται το ίδιο εξωτική με τους δίσκους πού βάζουν στα χείλη τους οι ιθαγενείς του Αμαζονίου. Αυτήν την στιγμή υποτίθεται ότι παίρνει έναν υπνάκο (δεν κοιμάται καλά την νύχτα.) Αλλά από το τρίξιμο του πατώματος στον πάνω όροφο, καταλαβαίνω ότι
περιφέρεται ασκόπως στο δωμάτιο της ανιψιάς της. Τά απογεύματα της αρέσει να κλείνεται σ’ αυτό το δωμάτιο. Φαίνεται ότι εκεί κοιμόταν στα εφηβικά της χρόνια. Μερικές φορές, περνάει ώρες ολόκληρες με τά πράγματα της μικρής – αλλάζει θέση στα γυαλιστερά μπουκαλάκια και τά πάζλ, κάνει απογραφή των πλαστικών παπουτσιών της κούκλας. Δεν είναι λίγες οι φορές πού την παίρνει ο ύπνος και ανεβαίνω να την ξυπνήσω για να φάμε. Την βρίσκω ξαπλωμένη φαρδιά-πλατειά στο ροδόλευκο, πριγκιπικό κρεβάτι, με τις μακριές γάμπες της να αιωρούνται. Μοιάζει με θηλυκό γίγαντα, πού έπεσε από τον ουρανό σε λάθος σπίτι.
Αυτό το σπίτι ανήκει τώρα στον αδερφό της, τον Εντυ. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της Σίμπα αποφάσισε ότι το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο για ένα άτομο και το πούλησε στον Εντυ. Νομίζω πώς η Σίμπα δεν της το συγχώρησε ποτέ. Είναι άδικο, λέει, να έχει το δικαίωμα ο Εντυ να εξαγοράσει το κοινό τους παρελθόν, μόνο και μόνο γιατί είναι πλούσιος.
Ο Εντυ και η οικογένειά του βρίσκονται αυτήν την εποχή στο Νέο Δελχί. Η αμερικάνικη τράπεζα στην οποία εργάζεται τον μετέθεσε εκεί για έξη μήνες. Η Σίμπα του τηλεφώνησε στην Ινδία, όταν άρχισαν οι φασαρίες, και κείνος της επέτρεψε να μείνει στο σπίτι ώσπου να βρει κάτι μόνιμο. Έτσι εγκατασταθήκαμε εδώ.
Μόνο ο Θεός ξέρει τι θα κάνουμε τον Ιούνιο, πού θα γυρίσει ο Εντυ. Πριν από λίγες εβδομάδες, ξενοίκιασα το μικρό διαμέρισμα όπου έμενα και δεν υπάρχει περίπτωση να μας φιλοξενήσει, έστω και προσωρινά, ο Ρίτσαρντ, ο άντρας της Σϊμπα. Τά λεφτά μας δεν φτάνουν για να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα και δεν πιστεύω ότι υπάρχει σε ολόκληρο το Λονδίνο ιδιοκτήτης, πού θα μας νοίκιαζε το σπίτι του, αυτήν την εποχή.
Ωστόσο, δεν ανησυχώ. Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον. Η γαρ αύριον μεριμνήσει τά εαυτής. Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής, όπως έλεγε η μητέρα μου.
Αυτή δεν είναι η δική μου ιστορία, αλλά, αφού σε μένα έπεσε ο κλήρος να την αφηγηθώ, και αφού παίζω δευτερεύοντα ρόλο στα γεγονότα πού θα περιγράψω, νομίζω πώς έχω υποχρέωση να πω ορισμένα πράγματα για τον εαυτό μου και την σχέση μου με την πρωταγωνίστρια. Με λένε Μπάρμπαρα Κόβετ.(Οι συνάδελφοί μου με αποκαλούν συχνά «Μπάρμπ» ή «Μπάμπς». Το τελευταίο δεν μού αρέσει καθόλου και προσπαθώ να τους το κόψω.) Ως την ημέρα πού παραιτήθηκα τον Ιανουάριο, έμενα στο βόρειο Λονδίνο και συγκεκριμένα στο Αρτσγουέϊ και δίδασκα, εικοσιένα χρόνια, Ιστορία στον Άγιο Γεώργιο, ένα γυμνάσιο, πού βρίσκεται στην ίδια γειτονιά και περιλάμβανε όλους τους κλάδους της μέσης εκπαίδευσης, κλασσικό και πρακτικό. Στον Άγιο Γεώργιο συνάντησα πριν από δεκαοκτώ περίπου μήνες την
Μπαθσίμπα Χάρτ. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι από σας θα έχετε ακούσει το όνομά της. Είναι η ηλικίας σαρανταδύο ετών δασκάλα των Τεχνικών, πού κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου, μετά την αποκάλυψη ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με έναν μαθητή της – ηλικίας δεκαπέντε ετών όταν έκαναν δεσμό.
Η περίπτωση της Σίμπα δεν έπαψε να απασχολεί τά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας από την στιγμή, πού ήρθε στο φως. Προσπαθώ να παρακολουθώ τά πάντα αν και, ειλικρινά, δεν είναι διόλου ευχάριστη ασχολία. Κάποτε είχα περιορισμένη εμπιστο-σύνη στην ακεραιότητα των Μέσων Επικοινωνίας της χώρας μου, αλλά τώρα πού γνώρισα από πρώτο χέρι πώς δουλεύουν οι δημοσιογράφοι, ομολογώ πώς έκανα λάθος. Την περασμένη Δευτέρα, κάποιο σαΐνι από την Daily Mirror χαρακτήρισε την Σίμπα «βυζαρού οβίδα».(Όποιος την έχει δει έστω και μια φορά, ξέρει πώς το στήθος της είναι πλάκα.) Ακόμα και χθες, η Sun δημοσίευσε ένα «πορτραίτο» του συζύγου της Σίμπα, ο οποίος διδάσκει Θεωρία της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η εφημερίδα τον παρουσίασε σαν «μοδάτο καθηγητή, πού οργανώνει σέξι σεμινάρια στα οποία διδάσκει τους φοιτητές πώς να διαβάζουν πορνοπεριοδικά».
Αυτό πού με ενοχλεί όμως δεν είναι η επιπολαιότητα ή η χαζοχαρούμενη ψευδολογία της τρέχουσας δημοσιογραφίας, αλλά ο φαρισαϊσμός της. Θεέ μου, τι ασύστολη υποκρισία! Από την στιγμή πού ήρθαν στο φως τά γεγονότα, κατάλαβα πώς θα γίνει χαμός. Δεν είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι το αναγνωστικό κοινό θα έδειχνε συμπάθεια στην Σίμπα, δεν μπορούσα όμως ούτε καν να διανοηθώ την υστερική λαγνεία, πού χαρακτήριζε την αντίδρασή του, την υποκριτική οργή πού προκάλεσε.
Αυτοί οι δημοσιογράφοι έγραφαν για την Σίμπα σαν να ήταν εφτάχρονα παιδιά, πού συνειδητοποιούσαν για πρώτη φορά ότι οι γονείς τους έχουν σεξουαλική ζωή. «Ευτελής».«Ποταπή»,«Άξια περιφρονήσεως» ηταν μερικές από τις αγαπημένες τους λέξεις. Μεγάλα λόγια. Μια άλλη λέξη πού χρησιμοποιούσαν κατά κόρον ηταν «Νοσηρότης». Η έλξη πού ένοιωθε η Σίμπα για τον νεαρό ήταν «Νοσηρή». «Νοσηρός» ήταν και ο γάμος της, όπως «Νοσηρό» ήταν και το ενδιαφέρον του νεαρού γι’ αυτήν. Γι’ αυτό το είδος των ανθρώπων, κάθε σεξουαλική έλξη, πού δεν απεικονίζεται σε τουριστικές κάρτες, δεν συγκεντρώνει τά στοιχεία πού χρειάζεται για να περάσει το τεστ υγείας. Κάθε σεξουαλικός δεσμός πού βγαίνει από τά στενά πλαίσια της συντηρητικής δημοσιογραφίας, εκτοπίζεται στην μεγάλη, καταχθόνια παρένθεση των διεστραμμένων «φαιδρών προσώπων».
Οι δημοσιογράφοι είναι καλλιεργημένοι, έτσι δεν είναι; Πολλοί απ’ αυτούς έχουν πανεπιστημιακά διπλώματα. Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο στενόμυαλοι; Δεν τους έτυχε ποτέ να νοιώσουν σεξουαλική έλξη για κάποιον πού δεν είχε την ηλικία την επιβεβλημένη από τά τοπικά ήθη και έθιμα; Δεν ένοιωσαν ποτέ την επιθυμία να βγουν από τον μαγικό κύκλο της σεξουαλικής ορθοδοξίας;
Πιστεύω πώς ο Τύπος έδωσε στην Σίμπα και τον Ρίτσαρντ την χαριστική βολή.
Από την στιγμή πού η Σίμπα αποφυλακίστηκε με εγγύηση, προσπάθησαν και οι δυό να το παλέψουν, για ένα διάστημα, αλλά ήταν δύσκολο- πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω αν θα το κατάφερνε οποιοδήποτε ζευγάρι. Όταν θυμάμαι τις στρατιές των δημοσιογράφων πού είχαν κατασκηνώσει έξω από το σπίτι τους, τους απαίσιους τίτλους των εφημερίδων -«Δασκάλα της Σεξουαλικής Αγωγής, Περνάει με Άριστα τις Προφορικές Εξετάσεις», «Δασκάλα Δείχνει Έντονο Ενδιαφέρον για το Μαθητικό Σώμα, κ.λ.π.»- Απορώ πώς άντεξαν έστω και τόσο. Ο Ρίτσαρντ ανήγγειλε στην Σίμπα, λίγο πριν αρχίσει η δίκη, ότι η παρουσία της στο σπίτι αναστάτωνε τά παιδιά.
Πιστεύω ότι ηταν ένας εύσχημος τρόπος για να την πετάξει έξω, χωρίς να δείξει την απέχθειά του.
Στο σημείο αυτό εμφανίζομαι εγώ. Φιλοξένησα περίπου μια βδομάδα την Σίμπα στο διαμέρισμά μου κι όταν ο Εντυ της έδωσε το σπίτι, την ακολούθησα. Δεν μού πήγαινε καρδιά να την αφήσω μόνη. Ηταν ολομόναχη. Δεν είχε κανέναν σ’ αυτόν τον κόσμο.
Έπρεπε να υποστεί τουλάχιστον μια- ή δύο- ανακρίσεις πριν εμφανιστεί στο δικαστήριο και, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι θα τά έβγαζε πέρα χωρίς την βοήθειά μου.
Ο συνήγορός της λέει ότι δεν θα χρειαζόταν να εμφανιστεί στο δικαστήριο αν ομολογούσε την ενοχή της, αλλά η Σίμπα δεν θέλει ούτε να τ’ ακούσει. Δεν διανοείται καν ότι θα ήταν δυνατόν να δηλώσει ένοχη- ακόμα και αν η ομολογία αυτή απέκλειε τον «εξαναγκασμό», την «απειλή βίας» ή την «δωροδοκία.»
«Δεν υπήρξε βιαιοπραγία και δεν έκανα καμμιά ανήθικη πράξη,» λέει συχνά.
Ηταν αναπόφευκτο να τραβήξω πάνω μου τά φώτα της δημοσιότητος από την στιγμή πού έγινα κάτι σαν οικονόμος της Σίμπα. Έχω την εντύπωση ότι οι δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν με ελαφρά θυμηδία, αλλά και κάποια ενόχληση το γεγονός ότι μία αξιοπρεπής, ηλικιωμένη γυναίκα, με σχεδόν σαρανταετή θητεία στην Μέση Εκπαίδευση απέκτησε τόσο στενές σχέσεις με ένα πρόσωπο σαν την Σίμπα. Δεν υπήρχε ούτε ένας – σας διαβεβαιώ, ούτε ένας – δημοσιογράφος πού να μην περιέγραψε λίγο ή πολύ καυστικά, την τσάντα μου : Ένα εντελώς συνηθισμένο αντικείμενο με ξύλινη λαβή και δυό γατάκια κεντημένα πάνω του. Φαίνεται πώς, για να τους αρέσω, θάπρεπε νάμαι σαν εκείνες τις χαζοχαρούμενες γεροντομπεμπέκες, πού ζαλίζουν τον κόσμο με τά εγγονάκια τους η παίζουν Μπιρίμπα και όχι να ξεροσταλιάζω στα σκαλοπάτια ενός πλούσιου τραπεζίτη του Πριμρόουζ Χίλ, προσπαθώντας να περιγράψω με τον πιο θετικό τρόπο τον χαρακτήρα μιάς γυναίκας πού την κατηγορούσαν για κακοποίηση ανηλίκου.
Η μόνη ερμηνεία πού μπορούσαν να δώσουν οι δημοσιογράφοι στο γεγονός ότι συνδέθηκα με την θέλησή μου τόσο στενά με μια γυναίκα διεστραμμένη σαν την Σίμπα, είναι ότι και γώ είμαι διεστραμμένη, κατά κάποιον τρόπο. Στο διάστημα πού ακολούθησε την σύλληψή της, η Σίμπα μού ζήτησε αρκετές φορές να την εκπροσωπήσω σε συνεντεύξεις Τύπου, με αποτέλεσμα να γίνω γνωστή στους αναγνώστες της Sun ως «η τσαχπίνα σύμβουλος δημοσίων σχέσεων της δασκάλας».
(Οσοι με ξέρουν, μπορούν να σας διαβεβαιώσουν ότι είμαι το πλέον ακατάλληλο πρόσωπο γι’ αυτό το παρατσούκλι.) Δέχτηκα να εκπροσωπήσω την Σίμπα με την αφελή ελπίδα ότι θα κατάφερνα να αμβλύνω την φαρισαϊκή εχθρότητα πού έδειχνε στην φίλη μου η κοινωνία και να ρίξω λίγο φως στην αληθινή φύση της σύνθετης προσωπικότητάς της. Δυστυχώς, οι προσπάθειές μου έπεσαν στο κενό, διαστρε- βλώθηκαν ηθελημένα και συστηματικά η, στην καλύτερη των περιπτώσεων,
παρασύρθηκαν από έναν χείμαρρο ψευδών τά οποία προερχόταν από ανθρώπους, πού δεν γνώρισαν ποτέ την Σϊμπα και, εάν την είχαν γνωρίσει, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα την καταλάβαιναν. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους πού με ώθησαν να γράψω την δική μου εκδοχή για τον ξεπεσμό της Σϊμπα, προκειμένου να αποφύγω την παραποίηση των γεγονότων. Έχω την αλαζονεία να πιστεύω πώς έχω όλες τις προϋποθέσεις πού χρειάζονται για να γράψει κανείς αυτήν την μικρή ιστορία. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω πώς είμαι όχι απλώς το πλέον, αλλά το μόνο κατάλληλο πρόσωπο. Τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, έχω περάσει ατέλειωτες ώρες με την Σίμπα. Ανοίξαμε η μια στην άλλη την καρδιά μας και είπαμε πράγματα πού δεν είχαμε εμπιστευθεί σε κανέναν ως τότε. Είμαι βέβαιη πώς κανένας φίλος ή συγγενής της Σίμπα δεν είχε τόσο ενεργό, καθημερινή συμμετοχή στην σχέση της με τον Κόνολι. Ήμουν αυτόπτης μάρτυς των περισσότερων γεγονότων πού περιγράφω.
Τά υπόλοιπα, μού τά περιέγραψε λεπτομερώς η Σίμπα. Θα ηταν απερισκεψία να ισχυρισθώ ότι η δική μου είναι η μόνη αλάνθαστη εκδοχή της ιστορίας. Απλώς, πιστεύω ότι η αφήγησή μου θα βοηθήσει το κοινό να καταλάβει ποια είναι η Σίμπα Χάρτ.
Οφείλω να δηλώσω ευθέως ότι η εκδοχή της Σίμπα για την συμπεριφορά της, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα αξιόπιστη, από ηθικής απόψεως. Ακόμα και τώρα,
Επιμένει να αντιμετωπίζει την σχέση από ρομαντική σκοπιά και να υποτιμά τά σφάλματά της, την ανευθυνότητα. Δεν αισθάνεται τύψεις γι’ αυτά τά σφάλματα, λυπάται μόνο πού αποκαλύφθηκαν. Ωστόσο, θεωρώ την Σίμπα αξιόπιστη, παρά την σύγχυση και τις ταλαιπωρίες πού περνάει. Θεωρώ την Σίμπα όχι μόνο αξιόπιστη, αλλά και έντιμη. Παρά το γεγονός ότι αμφισβητώ την ερμηνεία πού δίνει σε κάποια γεγονότα, δεν έχω λόγους να αμφιβάλλω για τις γενικές γραμμές της εκδοχής της.
Αντίθετα, είμαι βέβαιη ότι όλα όσα μού είπε σχετικά με το πώς, το πότε και το που αυτής της υπόθεσης, ανταποκρίνονται, απ’ ότι ξέρω, στην αλήθεια.
Η ώρα πλησιάζει έξη, πράγμα πού σημαίνει ότι σε μισή – το πολύ μια ώρα – η Σίμπα θα κατέβει. Μόλις ακούσω τά πόδια της να σέρνονται στην σκάλα, θα κρύψω τά χαρτιά μου.( Η Σίμπα δεν ξέρει ότι έχω σκοπό να γράψω την ιστορία της. Φοβάμαι πώς αυτό θα προκαλούσε την αντίδρασή της, γι’ αυτό αποφάσισα να το κρατήσω μυστικό ώσπου να προχωρήσω λίγο.) Λίγα λεπτά αργότερα, θα εμφανιστεί στην πόρτα του καθιστικού φορώντας νυχτικό και κάλτσες.
Στην αρχή είναι πολύ ήσυχη. Συνήθως κλαίει. Περιμένει από μένα να της φτιάξω το κέφι και γι’ αυτό πρέπει να είμαι πάντα στην τσίτα. Της λέω κάτι αστείο πού έγινε στο σούπερ μάρκετ ή κάνω ένα κακεντρεχές σχόλιο για το μαλθακό σκυλί του γείτονα. Ύστερα από λίγο, σηκώνομαι για να ετοιμάσω το δείπνο. Έχω διαπιστώσει ότι την Σίμπα δεν πρέπει να την πιέζεις. Αυτήν την στιγμή τά νεύρα της είναι τεντωμένα.- δεν ανέχεται να την «πιέζουν». Γι’ αυτό δεν της ζητάω νάρθει μαζί μου στην κουζίνα. Πηγαίνω μόνη και αρχίζω την λάντζα. Εκείνη τριγυρίζει για λίγο στο καθιστικό, σιγοτραγουδάει, τακτοποιεί κι ύστερα από δέκα λεπτά αλλάζει γνώμη και έρχεται πίσω μου.
Δεν είμαι καμμιά σπουδαία μαγείρισσα. Δεν φτιάχνω πολύπλοκα πιάτα. Η Σίμπα θέλει νοσοκομειακό φαγητό και γώ απεχθάνομαι τις σάλτσες. Τις περισσότερες φορές, τρώμε παιδικές τροφές, τοστ με τυρί, τηγανιτές πατάτες, ψαροκροκέττες, φασόλια. Η Σίμπα σκύβει πάνω στην κουζίνα και με βλέπει να δουλεύω. Σχεδόν πάντα, έρχεται μια στιγμή πού μού ζητάει κρασί. Παλιότερα, προσπαθούσα να την πείσω να περιμένει ώσπου να βάλει κάτι στο στομάχι της, αλλά είδα ότι εκνευρίζεται και έτσι υποχωρώ και της δίνω λίγο κρασί από την κούτα πού έχουμε στο ψυγείο.
Δεν μπορείς να δίνεις συνεχώς μάχες. Κάπου πρέπει να υποχωρείς. Η Σίμπα έχει αριστοκρατικές αντιλήψεις για το κρασί και παραπονιέται ότι αγοράζω πάντοτε μάρκες δεύτερης διαλογής. Μα τι στο καλό, δεν μπορείς να πάρεις ένα εμφιαλωμένο , με ρωτάει, αλλά εγώ εξακολουθώ να αγοράζω σε χάρτινη συσκευασία. Τά λεφτά δεν μας τρέχουν απ’ τά μπατζάκια αυτήν την εποχή. Και, πάρ’ όλη την γκρίνια, η Σίμπα δέχεται, τελικά, να πιει, το φτηνιάρικο κρασί. Όταν πιει το ποτό της, χαλαρώνει λίγο και αρχίζει να με ακούει. Μερικές φορές, μού ζητάει να με βοηθήσει και τότε την αφήνω να ανοίξει ένα κουτί, ή να κόψει το τυρί. Κι ύστερα αρχίζει ξαφνικά να μιλάει για τον Κόνολι, σαν να μην είχαμε εξαντλήσει αυτό το θέμα.
Δεν βαριέται να μιλάει γι’ αυτήν την ιστορία. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει τις ίδιες και τις ίδιες λεπτομέρειες, να ψάχνει με το μικροσκόπιο να βρει σύμβολα και εξηγήσεις. Μού φέρνει στο νου κάτι Εβραίους φίλους πού ξόδεψαν χρόνια ολόκληρα από την ζωή τους προσπαθώντας να ερμηνεύσουν μια μόνο παράγραφο του Ταλμούδ. Αυτές τις στιγμές, δεν χορταίνω να την βλέπω. Ενώ συνήθως σέρνεται, όταν αρχίσει να μιλάει για το θέμα, τά μάτια της λάμπουν, ζωντανεύει! Κάπου-κάπου αναστατώνεται και βάζει τά κλάματα. Δεν πιστεύω, όμως, πώς της κάνει κακό να μιλάει για αυτό το θέμα. Αντίθετα, της κάνει πολύ καλό. Μόνο σε μένα μπορεί νά ανοίξει την καρδιά της και λέει πώς την βοηθάω να περιγράψει τά γεγονότα ακριβώς όπως έγιναν.



Οι κριτικές για την ταινία με πρωταγωνίστριες την Τζούντι Ντέντς και την Κέϊτ Μπλάνσετ είναι ενθουσιώδεις. Την περιμένουμε ανύπόμονα.



et cetera